τερψιεπής

τερψιεπής
τερψῐεπής, ές,
A of sweet utterance,

ἀοιδαί B.12.230

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τερψιεπής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που λέγεται με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + επής (< έπος), πρβλ. θελξι επής] …   Dictionary of Greek

  • τερψιεπεῖς — τερψιεπής of sweet utterance masc/fem acc pl τερψιεπής of sweet utterance masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”